διαφωτιστικός

διαφωτιστικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τη διαφώτιση, την ενημέρωση: H oμιλία του για το θέμα ήταν αρκετά διαφωτιστική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαφωτιστικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος για διαφώτιση …   Dictionary of Greek

  • κατατοπιστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην κατατόπιση, ενημερωτικός, διαφωτιστικός. επίρρ... κατατοπιστικά με τρόπο κατατοπιστικό …   Dictionary of Greek

  • τρανωτικός — ή, όν, Α [τρανῶ] αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει κάτι σαφές, διευκρινιστικός, διαφωτιστικός («σαφηνιστικὸν πάντων καὶ τρανωτικόν», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”